27.4.10

Μαμά, τι κάνουμε μετά την απώλεια;


Η Έλενα ήταν μόλις τεσσάρων όταν συνέβη το τραγικό. Ήταν ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι, ήταν ένα ανοιξιάτικο Πάσχα, το αρνί σουβλιζόταν υπομονετικά και μια μεγάλη παρέα βαρετών μικροαστών είχε μαζευτεί γύρω από ένα πλαστικό τραπέζι, καθόταν σε πλαστικές καρέκλες κι έπινε φθηνό κρασί από πλαστικά ποτήρια, διασταυρώνοντας πιρούνια και χάχανα ανάμεσα στις τεράστιες σαλατιέρες με τα μαρούλια και τις ντομάτες. Τουλάχιστον έδειχναν χαρούμενοι, αλλά η Έλενα δεν είχε καμιά όρεξη να ασχοληθεί μαζί τους και με τις ανιαρές παρατηρήσεις τους για το πόσο έχει ψηλώσει και πόσο πολύ μοιάζει στον αγαπημένο της πατέρα, ο οποίος εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, αφού έκανε τη μαμά να κλαίει τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα για ανεξιχνίαστους λόγους. Αυτό που έκανε τη διαφορά σε εκείνο το μεσημέρι ήταν τα ξαδέρφια της, που την επισκέφτηκαν και δέχτηκαν να παίξουν ένα εξαιρετικά συναρπαστικό παιχνίδι με την φούξια μπάλα της. Η Αριάδνη πετούσε την μπάλα προς τον Κωνσταντίνο προσπαθώντας να σημαδέψει την Έλενα, ώσπου κάποια στιγμή η μπάλα απομακρύνθηκε επικίνδυνα, τα δυο ξαδέρφια έσπευσαν προς αναζήτησή της, και πάνω στον καυγά για τη διεκδίκησή της η μπάλα, τρύπησε και ναι. Ξεφούσκωσε, παίρνοντας τη μορφή μιας ζαρωμένης θλιβερής τεράστιας τσίχλας.
Η Έλενα κλαίει απαρηγόρητη και με έναν μυστηριώδη τρόπο έχει μεταφερθεί στην αγκαλιά του πατέρα της, η μαμά της χαϊδεύει τα μαλλιά από δίπλα και όλοι έχουν ένα ηλίθιο χαμόγελο που προσπαθεί να αποπνεύσει συμπόνια και συγκατάβαση αλλά κανείς δεν την πείθει ότι καταλαβαίνει πραγματικά τον πόνο που ζει. Έχει μόλις χάσει για πάντα τη φούξια μπάλα της.
«Θα σου πάρω άλλη καινούργια και πιο ωραία. Θα σου πάρω άλλες δύο», της ψιθυρίζει ο μπαμπάς της.
«Άλλες δέκα θα σου πάρουμε κορίτσι μου τι σκας για μια μπάλα», συμπληρώνει και η μαμά από δίπλα.
Η Έλενα απορεί αν οι γονείς της είναι πραγματικά όσο ηλίθιοι δείχνουν αυτήν τη στιγμή και καταφέρνει να αρθρώσει λίγες λέξεις μέσα στα αναφιλητά της περίπου σαν « ΜΑ αυτή ήταν η φούξια μπάλα μου, η ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΜΟΥ, ήταν η καλοκαιρινή μου μπάλα και την έπαιρνα και στη θάλασσα, ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ». Είναι τουλάχιστον ανησυχητικό που κανείς δε φαίνεται να συμμερίζεται έστω στοιχειωδώς την απόγνωσή της.
Μετά μια κυρία που μάλλον είναι αδερφή της γιαγιάς της, ή κάτι παρόμοια γεροντίστικο και συγγενικό, της λέει να πάει μαζί της να ταΐσουν τις κότες, όμως αυτή «ΔΕ ΘΈΛΩ να ταΐσω καμία κότα» και γιατί παρακαλώ δεσποινίς μου, ξέρεις τι ωραία που είναι να ταΐζεις τις κοτούλες, έλα ακολούθησε τη θεία και θα δεις. «Ωχ αφήστε με ήσυχη» λέει τελικά αγανακτισμένη και αποσύρεται. «Πάω να κλάψω για την μπάλα μου».
Αγαπητή μαμά. Το ξέρω, μαμά. Δεν ήταν η τελευταία μπάλα στον κόσμο. Το ξέρω ότι μπορώ να έχω άλλες πενήντα. Αλλά δε θα έχω ποτέ ξανά εκείνη, τη φούξια καλοκαιρινή μου μπαλίτσα, που με συνόδευε στην παραλία επί ένα ολόκληρο καλοκαίρι, κι αν θες να ξέρεις, φοβόμουν λιγότερο να μπω στο νερό όταν την έπαιρνα κι αυτήν μαζί. Αλλά πες μου τι να κάνω τώρα. Τώρα που δε θέλω καμιά άλλη. Τώρα που την βλέπω ζαρωμένη και άχρηστη και πρέπει να την αποχαιρετήσω. Μη μου λες τι θα γίνει μετά, μαμά. Πες μου τι να τα κάνω όλα αυτά τα δάκρυα που μου θολώσανε τα μάτια και σας βλέπω λίγο αστείους σαν οράματα μπροστά μου να τρεμοπαίζετε και να μουρμουρίζετε για καινούριες λαμπερές μπάλες. Και όχι, δε θέλω να πάω να ταΐσω τις κότες με τη θεία, διάολε…